- γαϊδουρογυρεύω
- αμετ. искать пропившего осла;
§ κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε — посл, лучше осла привязать, чем потом его искать, не доглядишь оком, заплатишь боком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε — посл, лучше осла привязать, чем потом его искать, не доглядишь оком, заплатишь боком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαϊδουρογυρεύω — 1. αναζητώ γάιδαρο που έφυγε ή χάθηκε 2. φρ. «κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε» είναι προτιμότερο να είναι κάποιος προνοητικός και να εξασφαλίζει τα πράγματά του παρά να τα χάνει από αμέλεια και να ασχολείται έπειτα με την ανεύρευσή τους … Dictionary of Greek
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek